- περίλυπος
- η , ο [ος , ον ] опечаленный; удручённый; грустный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περίλυπος — η, ο / περίλυπος, ον, ΝΜΑ βαθιά λυπημένος («περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λυπος (< λύπη), πρβλ. κατά λυπος)] … Dictionary of Greek
περίλυπος — η, ο ο εξαιρετικά λυπημένος, ο καταλυπημένος, ο μελαγχολικός: Είναι περίλυπος από τη συμπεριφορά των φίλων του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίλυπος — περίλῡπος , περίλυπος very sad masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίλυπον — περίλῡπον , περίλυπος very sad masc/fem acc sg περίλῡπον , περίλυπος very sad neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
печаловати — ПЕЧАЛ|ОВАТИ (53), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.Печалиться, горевать, скорбеть: Скорби о грѣсѣхъ. възды||хаи о съблазнѣхъ. печалѹи и о падении своѥмь да ѡчистишисѧ. Изб 1076, 12–12 об.; и много печаловаше игѹменъ ѥго ради. [брата] ведыи ˫ако въ мнозѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έλλυπος — ἔλλυπος, ον (Α) περίλυπος, λυπημένος, θλιμμένος … Dictionary of Greek
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
βαρύθυμος — η, ο (AM βαρύθυμος, ον) αυτός που δεν αλλάζει εύκολα διάθεση νεοελλ. 1. σκυθρωπός, περίλυπος 2. οργισμένος … Dictionary of Greek
βαρύλυπος — η, ο (Α βαρύλυπος, ον) βαριά λυπημένος, περίλυπος … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
καρδιαλγής — ές (Α καρδιαλγής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που έχει πόνους στην καρδιά, που πάσχει από καρδιαλγία, ο καρδιακός 2. μτφ. περίλυπος, βαθύτατα λυπημένος αρχ. αυτός που έχει πόνους στο στομάχι, ο στομαχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + αλγής (< ἄλγος),… … Dictionary of Greek